κρονιάς — κρονιάς, άδος, ἡ (Α) [κρόνιος] το θηλ. τού επιθ. κρόνιος* («Κρονιάδες [ενν. ήμέραι]» οι μέρες κατά τις οποίες γινόταν η εορτή τού Κρόνου) … Dictionary of Greek
Κρονιάδων — Κρονιάς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)